- ορεοπίθηκος
- (oreopithecus). Γένος ανθρωποειδών πρωτενόντων ζώων, που έχουν εκλείψει. Απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε λιγνιτοφόρα στρώματα της βινδομπονίου βαθμίδας στο βουνό Μπάμπολι και στο Μπατσινέλο της επαρχίας Γκροσέτο της Τοσκάνης. Ύστερα από μελέτες που έκανε πάνω στα λείψανα αυτά ο δευθυντής του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Βασιλείας, Γιόχαν Χιούρτζελερ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ο. ήταν προανθρώπειος τύπος, δηλαδή δίποδο ζώο, χωρίς ουρά, που μπορούσε να βαδίζει με το σώμα του περίπου όρθιο. Είχε ανθρώπινα χαρακτηριστικά και ήταν αρκετά προηγμένος τύπος στη σειρά των ανθρωποειδών.
* * *ο(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πρωτευόντων, λείψανα τού οποίου ανακαλύφθηκαν σε αποθέσεις τού ανώτερου μειοκαίνου στην Αφρική και τού κατώτερου πλειοκαίνου στη νότια Ευρώπη και το οποίο φαίνεται να συνδυάζει πρωτόγονα και εξελιγμένα χαρακτηριστικά που τό συνδέουν αφ' ενός με τους κατάρρινους πιθήκους και αφ' ετέρου με τους εξελιγμένους ανθρωποειδείς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. oreopitheque < ορεο- (βλ. λ. όρος [II]) + πίθηκος].
Dictionary of Greek. 2013.